κλαδώδης: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544. | |lstext='''κλᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλαδώδης]], -ῶδες (Α) [[κλάδος]] (Ι)]<br />αυτός που έχει άφθονα κλαδιά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A with many κλάδοι, Sch.Nic.Th.544, Eust.1634.26.
German (Pape)
[Seite 1445] ες, voll junger Zweige, äftig, Schol. Nic. Th. 544.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.
Greek Monolingual
κλαδώδης, -ῶδες (Α) κλάδος (Ι)]
αυτός που έχει άφθονα κλαδιά.