κολεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(6_5)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολεάζω''': βάλλω εἰς τὴν θήκην, κολεασμός, ὁ, τὸ ἐμβάλλειν εἰς τὴν θήκην, Ἡσύχ.
|lstext='''κολεάζω''': βάλλω εἰς τὴν θήκην, κολεασμός, ὁ, τὸ ἐμβάλλειν εἰς τὴν θήκην, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολεάζω]] (Α) [[κολεός]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βάζω]] στον κολεό, [[βάζω]] στο [[θηκάρι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1472] in die Scheide stecken, stoßen, Hesych., der auch das subst. κολεασμός anführt.

Greek (Liddell-Scott)

κολεάζω: βάλλω εἰς τὴν θήκην, κολεασμός, ὁ, τὸ ἐμβάλλειν εἰς τὴν θήκην, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κολεάζω (Α) κολεός
(κατά τον Ησύχ.) βάζω στον κολεό, βάζω στο θηκάρι.