θηκάρι

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) θήκη
μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. -άρι, πρβλ. βλαστάρι, ζευγάρι].