κολλίκιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολλίκιος''': λῑ, α, ον, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F. | |lstext='''κολλίκιος''': λῑ, α, ον, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολλίκιος]], -ία, -ον (AM) [[κόλλιξ]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κολλίκιον]]<br />μικρό [[κουλούρι]], κουλουράκι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με [[κουλούρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[λῑ], α, ον, ko/llic-
A shaped, ἄρτοι Ath.3.112f.
German (Pape)
[Seite 1473] von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.
Greek (Liddell-Scott)
κολλίκιος: λῑ, α, ον, ἔχων τὸ σχῆμα κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F.
Greek Monolingual
κολλίκιος, -ία, -ον (AM) κόλλιξ
το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον
μικρό κουλούρι, κουλουράκι
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι.