κολαβρίζω: Difference between revisions
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
(6_13a) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολαβρίζω''': μέλλ. -ίσω, [[χορεύω]] ἄγριόν τινα Θρᾳκικὸν χορόν, σκιρτᾶν Ἡσύχ.··αὐτὸς δὲ ὁ χορὸς ἐκαλεῖτο κολαβρισμός, Ἀθήν. 620D ([[ἔνθα]] καλαβρ-), [[Πολυδ]]. Δ. 100. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., [[ἐμπαίζω]]· πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Κλήμ. Ρώμ. 1. 40. | |lstext='''κολαβρίζω''': μέλλ. -ίσω, [[χορεύω]] ἄγριόν τινα Θρᾳκικὸν χορόν, σκιρτᾶν Ἡσύχ.··αὐτὸς δὲ ὁ χορὸς ἐκαλεῖτο κολαβρισμός, Ἀθήν. 620D ([[ἔνθα]] καλαβρ-), [[Πολυδ]]. Δ. 100. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., [[ἐμπαίζω]]· πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Κλήμ. Ρώμ. 1. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολαβρίζω]] (Α) [[κόλαβρος]]<br /><b>1.</b> [[χορεύω]] τον κολαβρισμό<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κολαβρίζομαι</i><br />χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι [[αναξιόλογος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
A dance a wild Thracian dance, Id.:
German (Pape)
[Seite 1472] eine Art Waffentanz tanzen, Hesych. – Nach Smd. u. Zon. auch = verhöhnen, verspotten; οἰκέτας Ath. VIII, 364 a, em. für καλαμυρίζουσι.
Greek (Liddell-Scott)
κολαβρίζω: μέλλ. -ίσω, χορεύω ἄγριόν τινα Θρᾳκικὸν χορόν, σκιρτᾶν Ἡσύχ.··αὐτὸς δὲ ὁ χορὸς ἐκαλεῖτο κολαβρισμός, Ἀθήν. 620D (ἔνθα καλαβρ-), Πολυδ. Δ. 100. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐμπαίζω· πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Κλήμ. Ρώμ. 1. 40.
Greek Monolingual
κολαβρίζω (Α) κόλαβρος
1. χορεύω τον κολαβρισμό
2. παθ. κολαβρίζομαι
χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος.