κορυβαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(Bailly1_3)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
|btext=ή, όν :<br />de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κορυβαντικός]], -ή, -όν (Α) [[Κορύβας]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ [[ἱερά]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορυβαντικῶς</i><br />[[κατά]] τον τρόπο τών Κορυβάντων.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.