κορυβαντικός

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυβαντικός Medium diacritics: κορυβαντικός Low diacritics: κορυβαντικός Capitals: ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: korybantikós Transliteration B: korybantikos Transliteration C: koryvantikos Beta Code: korubantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Corybantic, σκιρτήματα Plu. 2.759b, cf. Porph. Abst. 2.21; οἱ τὰ Κ. τελούμενοι DH. Dem. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.

Russian (Dvoretsky)

κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).