κρητίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(Bailly1_3)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=agir <i>ou</i> parler comme un Crétois, <i>càd</i> être fourbe, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[Κρής]].
|btext=agir <i>ou</i> parler comme un Crétois, <i>càd</i> être fourbe, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[Κρής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κρητίζω]] (Α) [[Κρης]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με κρητική [[προφορά]], [[μιλώ]] σαν [[Κρητικός]]<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Κρητικούς στα ψέματα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[προς]] Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά [[κάποιος]] τον απατεώνα.
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

agir ou parler comme un Crétois, càd être fourbe, imposteur.
Étymologie: Κρής.

Greek Monolingual

κρητίζω (Α) Κρης
1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός
2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα
3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά κάποιος τον απατεώνα.