κτητόρισσα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_10) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτητόρισσα''': ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ [[κτήτωρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, [[αὐτόθι]] 8769. | |lstext='''κτητόρισσα''': ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ [[κτήτωρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, [[αὐτόθι]] 8769. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[κτητόρισσα]])<br /><b>βλ.</b> [[κτήτορας]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1519] ἡ, fem. zu κτήτωρ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτητόρισσα: ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ κτήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, αὐτόθι 8769.
Greek Monolingual
η (Μ κτητόρισσα)
βλ. κτήτορας.