κυλικώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(6_7)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠλῐκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] κύλικι, «[[ποτήριον]] ξύλινον κυλικῶδες» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 2.
|lstext='''κῠλῐκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] κύλικι, «[[ποτήριον]] ξύλινον κυλικῶδες» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλικώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κύλικα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλιξ]], -<i>ικ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκώδης Medium diacritics: κυλικώδης Low diacritics: κυλικώδης Capitals: ΚΥΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: kylikṓdēs Transliteration B: kylikōdēs Transliteration C: kylikodis Beta Code: kulikw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a cup, Sch.Theoc.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κύλικι, «ποτήριον ξύλινον κυλικῶδες» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 2.

Greek Monolingual

κυλικώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κύλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + κατάλ. -ώδης].