μετακλείω: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_23) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακλείω''': καλῶ μὲ νέον [[ὄνομα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 296· μὲ ποιητ. ἀόρ., μετεκλήισσαν παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 665. 45. | |lstext='''μετακλείω''': καλῶ μὲ νέον [[ὄνομα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 296· μὲ ποιητ. ἀόρ., μετεκλήισσαν παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 665. 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετακλείω]], ποιητ. τ. μετακλῄζω (Α)<br />[[δίνω]] νέο όνομα, [[μετονομάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A call by a new name, A.R.2.296:—also μετα-κλῄζω, poet. aor. μετακλήϊσσαν Euph.176.
German (Pape)
[Seite 148] = Vorigem, Στροφάδας δὲ μετακλείουσ' ἄνθρωποι, Ap. Rh. 2, 296.
Greek (Liddell-Scott)
μετακλείω: καλῶ μὲ νέον ὄνομα, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 296· μὲ ποιητ. ἀόρ., μετεκλήισσαν παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 665. 45.
Greek Monolingual
μετακλείω, ποιητ. τ. μετακλῄζω (Α)
δίνω νέο όνομα, μετονομάζω.