λειεντερία: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(6_9)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειεντερία''': ἡ, ([[λεῖος]], [[ἔντερον]]) ἡ [[νόσος]] καθ’ ἣν διέρχεται ἡ τροφὴ τὰ ἔντερα [[ἄπεπτος]], laevitas intestinorum (Κέλσος 2. 7, 8,) Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ.
|lstext='''λειεντερία''': ἡ, ([[λεῖος]], [[ἔντερον]]) ἡ [[νόσος]] καθ’ ἣν διέρχεται ἡ τροφὴ τὰ ἔντερα [[ἄπεπτος]], laevitas intestinorum (Κέλσος 2. 7, 8,) Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λειεντερία]])<br />[[μορφή]] διάρροιας [[κατά]] την οποία αποβάλλονται ημιάπεπτες τροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εντερία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>έντερος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔντερον]])].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειεντερία Medium diacritics: λειεντερία Low diacritics: λειεντερία Capitals: ΛΕΙΕΝΤΕΡΙΑ
Transliteration A: leientería Transliteration B: leienteria Transliteration C: leienteria Beta Code: leienteri/a

English (LSJ)

ἡ, (λεῖος, ἔντερον)

   A passing one's food undigested, Hp. Aër.10 (pl.), Aph.3.22 (pl.), Gal.7.327, al.

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, dünner, flüssiger Stuhlgang, eigtl. die Glätte der Eingeweide, welche die Speisen unverdaut durchläßt, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λειεντερία: ἡ, (λεῖος, ἔντερον) ἡ νόσος καθ’ ἣν διέρχεται ἡ τροφὴ τὰ ἔντερα ἄπεπτος, laevitas intestinorum (Κέλσος 2. 7, 8,) Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α λειεντερία)
μορφή διάρροιας κατά την οποία αποβάλλονται ημιάπεπτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -εντερία (< -έντερος < ἔντερον)].