λογχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(6_4)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογχαῖος''': -α, -ον, ([[λόγχη]]) ὁ [[μετὰ]] λόγχης, [[λογχίτης]], Σουΐδ.
|lstext='''λογχαῖος''': -α, -ον, ([[λόγχη]]) ὁ [[μετὰ]] λόγχης, [[λογχίτης]], Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=λογχαῑος, -αία, -ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή αυτός που κρατά [[λόγχη]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχαῖος Medium diacritics: λογχαῖος Low diacritics: λογχαίος Capitals: ΛΟΓΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lonchaîos Transliteration B: lonchaios Transliteration C: logchaios Beta Code: logxai=os

English (LSJ)

α, ον, (λόγχη A)

   A of or with a spear, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λογχαῖος: -α, -ον, (λόγχη) ὁ μετὰ λόγχης, λογχίτης, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λογχαῑος, -αία, -ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή αυτός που κρατά λόγχη.