λυκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325
(6_7)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = [[λυκαυγής]], «[[διάλευκος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''λῠκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = [[λυκαυγής]], «[[διάλευκος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λυκοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λύκο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λυκαυγής]]», [[ανάμικτος]] ή διακοσμημένος με [[λευκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοειδής Medium diacritics: λυκοειδής Low diacritics: λυκοειδής Capitals: ΛΥΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lykoeidḗs Transliteration B: lykoeidēs Transliteration C: lykoeidis Beta Code: lukoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A wolf-like, Eust. 856.51.    II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές (Α λυκοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύκο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ειδής].