λυμεωνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_5) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυμεωνεύομαι''': ἀποθ., = [[λυμαίνομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8. | |lstext='''λυμεωνεύομαι''': ἀποθ., = [[λυμαίνομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῡτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A play or act the λυμεών, Plb.5.5.8.
Greek (Liddell-Scott)
λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.
Greek Monolingual
λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῡτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.).