μακρόπτερος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_17) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακρόπτερος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2. | |lstext='''μακρόπτερος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A long-winged, Arist.PA644a20.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.