μεγαλόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(6_17)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8 ([[ἔνθα]] Schneid. μεγαλοπύρηνος, ον, ὁ ἔχων μέγαν πυρῆνα, «κουκοῦτσι»), Διοσκ. 2. 186.
|lstext='''μεγᾰλόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8 ([[ἔνθα]] Schneid. μεγαλοπύρηνος, ον, ὁ ἔχων μέγαν πυρῆνα, «κουκοῦτσι»), Διοσκ. 2. 186.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόρριζος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλες ρίζες.
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόρριζος Medium diacritics: μεγαλόρριζος Low diacritics: μεγαλόρριζος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: megalórrizos Transliteration B: megalorrizos Transliteration C: megalorrizos Beta Code: megalo/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with large roots, Dsc.2.156, dub. l. in Thphr.CP2.3.8 (ἐλαιηρότεραι cj. Wimmer).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8 (ἔνθα Schneid. μεγαλοπύρηνος, ον, ὁ ἔχων μέγαν πυρῆνα, «κουκοῦτσι»), Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

μεγαλόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες ρίζες.