μειλιχόμυθος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(6_18) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειλιχόμῡθος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν μειλιχίως, Γρηγ. Ναζ. τόμ. 2, σελ. 158. | |lstext='''μειλιχόμῡθος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν μειλιχίως, Γρηγ. Ναζ. τόμ. 2, σελ. 158. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μειλιχόμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο [[γλυκομίλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]] «[[λόγος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αληθό</i>-<i>μυθος</i>, <i>εγγαστρί</i>-<i>μυθος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 116] von angenehmer, einschmeichelnder Rede, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μειλιχόμῡθος: -ον, ὁ ὁμιλῶν μειλιχίως, Γρηγ. Ναζ. τόμ. 2, σελ. 158.
Greek Monolingual
μειλιχόμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθό-μυθος, εγγαστρί-μυθος)].