μεσοῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_12)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσοῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, = [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 368, 475, 660.
|lstext='''μεσοῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, = [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 368, 475, 660.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσοῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 138] ικος, = μεσῆλιξ, Tzetz. P. H. 368.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, = μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 368, 475, 660.

Greek Monolingual

μεσοῆλιξ, -ικος, ὁ και ἡ (Μ)
βλ. μεσήλικος.