μεταλέγω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_2)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλέγω''': [[ἐπαναλαμβάνω]], [[λέξις]] ἐκ παλαιῶν Γλωσσαρίων, ἣν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Γαλλικοῦ répéter παρέθηκεν ὁ Κοραῆς. Ἴδε τὰ [[μετὰ]] θάνατον [[αὐτοῦ]] εὑρεθέντα συγγρ. τ. Α΄, σ. 299. ― Οὐσ. μετάλεξις [[αὐτόθι]].
|lstext='''μεταλέγω''': [[ἐπαναλαμβάνω]], [[λέξις]] ἐκ παλαιῶν Γλωσσαρίων, ἣν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Γαλλικοῦ répéter παρέθηκεν ὁ Κοραῆς. Ἴδε τὰ [[μετὰ]] θάνατον [[αὐτοῦ]] εὑρεθέντα συγγρ. τ. Α΄, σ. 299. ― Οὐσ. μετάλεξις [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=και ματαλέγω (ΑM [[μεταλέγω]], Μ και ματαλέγω)<br />[[επαναλαμβάνω]], ξαναλέω.
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μεταλέγω: ἐπαναλαμβάνω, λέξις ἐκ παλαιῶν Γλωσσαρίων, ἣν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Γαλλικοῦ répéter παρέθηκεν ὁ Κοραῆς. Ἴδε τὰ μετὰ θάνατον αὐτοῦ εὑρεθέντα συγγρ. τ. Α΄, σ. 299. ― Οὐσ. μετάλεξις αὐτόθι.

Greek Monolingual

και ματαλέγω (ΑM μεταλέγω, Μ και ματαλέγω)
επαναλαμβάνω, ξαναλέω.