μεταφορητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_18)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταφορητός''': -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, [[φορητός]], Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.
|lstext='''μεταφορητός''': -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, [[φορητός]], Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταφορητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταφορώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει [[κανείς]], ο [[φορητός]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορητός Medium diacritics: μεταφορητός Low diacritics: μεταφορητός Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: metaphorētós Transliteration B: metaphorētos Transliteration C: metaforitos Beta Code: metaforhto/s

English (LSJ)

όν,

   A portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.