μικροληψία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_11) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκροληψία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι ἢ λαμβάνειν μικρὰ δῶρα, Πολύβ. 5. 90, 5. | |lstext='''μῑκροληψία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι ἢ λαμβάνειν μικρὰ δῶρα, Πολύβ. 5. 90, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικροληψία]], ἡ (Α)<br />το να λαμβάνει [[κανείς]] μικρά, ευτελή δώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ληψία</i>, μέσω ενός αμάρτυρου <i>μικρολήπτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A acceptance of small presents, Plb.5.90.5.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Annehmen kleiner Geschenke, Pol. 5, 90, 5.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροληψία: ἡ, τὸ δέχεσθαι ἢ λαμβάνειν μικρὰ δῶρα, Πολύβ. 5. 90, 5.
Greek Monolingual
μικροληψία, ἡ (Α)
το να λαμβάνει κανείς μικρά, ευτελή δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ληψία, μέσω ενός αμάρτυρου μικρολήπτης].