μολιβουργός: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_16) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολῐβουργός''': -όν, = [[μολυβδουργός]], Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251. | |lstext='''μολῐβουργός''': -όν, = [[μολυβδουργός]], Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολιβουργός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μολυβουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = μολυβδουργός, Procl.Par.Ptol.251.
German (Pape)
[Seite 199] = μολυβδουργός, procl.
Greek (Liddell-Scott)
μολῐβουργός: -όν, = μολυβδουργός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251.
Greek Monolingual
μολιβουργός, ὁ (Α)
βλ. μολυβουργός.