ξενοδόχημα: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6_22)
(27)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοδόχημα''': τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.
|lstext='''ξενοδόχημα''': τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοδόχημα]], τὸ (Μ) [[ξενοδοχώ]]<br /><b>1.</b> [[φιλοξενία]]<br /><b>2.</b> [[ξενοδοχείο]].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδόχημα: τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.

Greek Monolingual

ξενοδόχημα, τὸ (Μ) ξενοδοχώ
1. φιλοξενία
2. ξενοδοχείο.