ξυλοπριστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(6_11)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυλοπριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.
|lstext='''ξυλοπριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοπριστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πριόνισμα]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[πριόνισμα]] ξύλων («[[ξυλοπριστικός]] [[πῆχυς]]», Ήρων Γεωμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πριστικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»)].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξυλοπριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.

Greek Monolingual

ξυλοπριστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)].