ξυλοπριστικός
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
πῆχυς, sawyer's cubit, Hero Geom. 23.6.
Greek (Liddell-Scott)
ξυλοπριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.
Greek Monolingual
ξυλοπριστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)].