μυνδός: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_15) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυνδός''': -όν, (μύω) [[ἄλαλος]], βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) [[ἄφωνος]]... ἢ [[ἐνεός]]. καὶ [[πόλις]] τῆς Ἀσίας Μύνδος». | |lstext='''μυνδός''': -όν, (μύω) [[ἄλαλος]], βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) [[ἄφωνος]]... ἢ [[ἐνεός]]. καὶ [[πόλις]] τῆς Ἀσίας Μύνδος». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυνδός]], -όν και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μύνδος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άφωνος]], [[άλαλος]], [[μουγγός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μύνδος<br />[[ἄφωνος]]... ἢ [[ἐνεός]]<br />καὶ [[πόλις]] τῆς Ἀσίας Μύνδος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυκός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A dumb, S.Fr.1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. Fr.260.
German (Pape)
[Seite 217] (μύω, mutus), stumm; Callim. fr. 260; Lycophr. 1375; von den Alten abgeleitet von μὴ αὐδῶν; den Accent bemerkt Arcad. p. 48, 11. Vgl. Casaub. zu Ath. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
μυνδός: -όν, (μύω) ἄλαλος, βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) ἄφωνος... ἢ ἐνεός. καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
Greek Monolingual
μυνδός, -όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, -ον (Α)
1. άφωνος, άλαλος, μουγγός
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος
ἄφωνος... ἢ ἐνεός
καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός].