μύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(6_3)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύνομαι''': [ῡ], ἀποθ., = ἀμύνομαι (πρβλ. [[μύνη]]), [[προφασίζομαι]], Ἀλκαῖ. 86.
|lstext='''μύνομαι''': [ῡ], ἀποθ., = ἀμύνομαι (πρβλ. [[μύνη]]), [[προφασίζομαι]], Ἀλκαῖ. 86.
}}
{{grml
|mltxt=[[μύνομαι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μυνάομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 218] (vgl. ἀμύνομαι), vorschützen, vorwenden; οὐδέ τι ἄλλο μυνάμενος ἄλλο νόημα, Alcaeus bei Eust. 1901, 52, der es προφασίζεσθαι erkl.

Greek (Liddell-Scott)

μύνομαι: [ῡ], ἀποθ., = ἀμύνομαι (πρβλ. μύνη), προφασίζομαι, Ἀλκαῖ. 86.

Greek Monolingual

μύνομαι (Α)
βλ. μυνάομαι.