μυριοπλασίων: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_16)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριοπλᾰσίων''': -ον, γεν -ονος, [[δέκα]] χιλιάδας φορὰς [[τόσος]], Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. [[μετὰ]] γεν., Κλεομήδ. σ. 98.
|lstext='''μῡριοπλᾰσίων''': -ον, γεν -ονος, [[δέκα]] χιλιάδας φορὰς [[τόσος]], Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. [[μετὰ]] γεν., Κλεομήδ. σ. 98.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριοπλασίων]], -ον (ΑΜ)<br />ο άπειρες φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[δέκα]] χιλιάδες φορές [[τόσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυριοπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εκατονταπλασίων</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοπλᾰσίων Medium diacritics: μυριοπλασίων Low diacritics: μυριοπλασίων Capitals: ΜΥΡΙΟΠΛΑΣΙΩΝ
Transliteration A: myrioplasíōn Transliteration B: myrioplasiōn Transliteration C: myrioplasion Beta Code: murioplasi/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A ten thousand fold, Archim. Aren.2.1, al.    II infinitely more than, used like a Comp. c. gen., Cleom.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπλᾰσίων: -ον, γεν -ονος, δέκα χιλιάδας φορὰς τόσος, Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. μετὰ γεν., Κλεομήδ. σ. 98.

Greek Monolingual

μυριοπλασίων, -ον (ΑΜ)
ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον
αρχ.
αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. -ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)].