μυρρινίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_14)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρρῐνίτης''': ὁ, = [[μυρσινίτης]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31.
|lstext='''μυρρῐνίτης''': ὁ, = [[μυρσινίτης]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρρινίτης]], ὁ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μυρσινίτης]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρῐνίτης Medium diacritics: μυρρινίτης Low diacritics: μυρρινίτης Capitals: ΜΥΡΡΙΝΙΤΗΣ
Transliteration A: myrrinítēs Transliteration B: myrrinitēs Transliteration C: myrrinitis Beta Code: murrini/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ,

   A = μυρσινίτης, dub. cj. in Ael.VH 12.31.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρῐνίτης: ὁ, = μυρσινίτης, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31.

Greek Monolingual

μυρρινίτης, ὁ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσινίτης.