μυιοφόρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_3)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυιοφόρον''': [[τραῦμα]], τὸ φέρον μυίας, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil Rom. τ. ΙΙΙ, σ. 247.
|lstext='''μυιοφόρον''': [[τραῦμα]], τὸ φέρον μυίας, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil Rom. τ. ΙΙΙ, σ. 247.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυιοφόρον]], τὸ (Μ)<br /><b>φρ.</b> «[[μυιοφόρον]] τραῡμα» — [[τραύμα]] στο οποίο μαζεύονται μύγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] «[[μύγα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρον]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μυιοφόρος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυιοφόρον: τραῦμα, τὸ φέρον μυίας, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil Rom. τ. ΙΙΙ, σ. 247.

Greek Monolingual

μυιοφόρον, τὸ (Μ)
φρ. «μυιοφόρον τραῡμα» — τραύμα στο οποίο μαζεύονται μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -φόρον (< φέρω), ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μυιοφόρος].