νεφριτικός: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(6_11) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεφρῑτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545. | |lstext='''νεφρῑτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεφριτικός]], -ή, -όν) [[νεφρίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[νεφρίτιδα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of the kidneys, νοσήματα Hp.Art.41; τὰ ν. Id.Aph.6.6. II affected with νεφρῖτις, Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, Gal.Nat.Fac.1.13. III of remedies, suitable for such cases, Alex.Trall.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
νεφρῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νεφριτικός, -ή, -όν) νεφρίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα
3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.