νηλίπεζος: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(6_16)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηλίπεζος''': -ον, = [[νηλίπους]], [[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]], Ἡσύχ.
|lstext='''νηλίπεζος''': -ον, = [[νηλίπους]], [[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηλίπεζος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀνυπόδητος]], [[γυμνόπους]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>νηλιπόπεζος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «[[πόδι]]» <span style="color: red;"><</span> [[πούς]]) με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετράπεζα</i> &GT; [[τράπεζα]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[νηλίπους]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλίπεζος Medium diacritics: νηλίπεζος Low diacritics: νηλίπεζος Capitals: ΝΗΛΙΠΕΖΟΣ
Transliteration A: nēlípezos Transliteration B: nēlipezos Transliteration C: nilipezos Beta Code: nhli/pezos

English (LSJ)

ον,

   A barefooted, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηλίπεζος: -ον, = νηλίπους, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηλίπεζος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νηλιπόπεζος < νήλιπος + -πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα)
βλ. και λ. νηλίπους.