νηχαλέος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(6_4)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηχᾰλέος''': -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.
|lstext='''νηχᾰλέος''': -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηχαλέος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο [[νηκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]] / [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>νηφ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηχᾰλέος Medium diacritics: νηχαλέος Low diacritics: νηχαλέος Capitals: ΝΗΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nēchaléos Transliteration B: nēchaleos Transliteration C: nichaleos Beta Code: nhxale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A = νηκτός, φύσις Xenocr. ap. Orib.2.58.1, cf.12.

Greek (Liddell-Scott)

νηχᾰλέος: -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.

Greek Monolingual

νηχαλέος, -α, -ον (Α)
αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, νηφ-αλέος)].