νομισματοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_19)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομισμᾰτοπώλης''': -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170.
|lstext='''νομισμᾰτοπώλης''': -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νομισματοπώλης]])<br />αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, [[αργυραμοιβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωλητής]] αρχαίων νομισμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμισμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομισμᾰτοπώλης Medium diacritics: νομισματοπώλης Low diacritics: νομισματοπώλης Capitals: ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: nomismatopṓlēs Transliteration B: nomismatopōlēs Transliteration C: nomismatopolis Beta Code: nomismatopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A money-changer, Poll.7.170.

Greek (Liddell-Scott)

νομισμᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, Πολυδ. Ζ΄, 170.

Greek Monolingual

ο (Α νομισματοπώλης)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός
νεοελλ.
πωλητής αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -πώλης (< πωλῶ)].