νομισματοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομισμᾰτοπώλης''': -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170. | |lstext='''νομισμᾰτοπώλης''': -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[νομισματοπώλης]])<br />αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, [[αργυραμοιβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωλητής]] αρχαίων νομισμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμισμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A money-changer, Poll.7.170.
Greek (Liddell-Scott)
νομισμᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, Πολυδ. Ζ΄, 170.
Greek Monolingual
ο (Α νομισματοπώλης)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός
νεοελλ.
πωλητής αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -πώλης (< πωλῶ)].