πάλμα: Difference between revisions
From LSJ
ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
(6_21) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάλμα''': τό, = [[παλμός]], Γραμμ. | |lstext='''πάλμα''': τό, = [[παλμός]], Γραμμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[ναυτικό]] [[εργαλείο]] στη ναυπηγική ξυλουργική για τη [[μέτρηση]] του πάχους τών καταρτιών<br /><b>2.</b> [[μετρική]] [[μονάδα]] μήκους η οποία ισούται με [[τέσσερεις]] δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>palma</i> «[[παλάμη]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]])].———————— <b>(II)</b><br />το (Α [[πάλμα]])<br />ο [[παλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]]. Πρόκειται [[μάλλον]] για αμάρτυρο τ., ο [[οποίος]] πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η [[παραγωγή]] του [[παλματίας]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 452] τό, das Geschwungene, auch der Schwung, Sprung, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πάλμα: τό, = παλμός, Γραμμ.
Greek Monolingual
(I)
η
1. ναυτικό εργαλείο στη ναυπηγική ξυλουργική για τη μέτρηση του πάχους τών καταρτιών
2. μετρική μονάδα μήκους η οποία ισούται με τέσσερεις δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma «παλάμη» (πρβλ. παλάμη)].———————— (II)
το (Α πάλμα)
ο παλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλω. Πρόκειται μάλλον για αμάρτυρο τ., ο οποίος πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραγωγή του παλματίας].