πομπευτήριος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_4) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πομπευτήριος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32. | |lstext='''πομπευτήριος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην [[πομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουλευ</i>-<i>τήριος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or for a procession, D.H.Dem.32.
German (Pape)
[Seite 678] zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευ-τήριος)].