ὀφιοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφιοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] ὄφεως, Asper εἰς Οὐεργίλ. σ. 52 Mai.
|lstext='''ὀφιοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] ὄφεως, Asper εἰς Οὐεργίλ. σ. 52 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀφιοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />(αμφβλ. γρφ.) αυτός που έχει [[πρόσωπο]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρόσωπον]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοπρόσωπος Medium diacritics: ὀφιοπρόσωπος Low diacritics: οφιοπρόσωπος Capitals: ΟΦΙΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: ophioprósōpos Transliteration B: ophioprosōpos Transliteration C: ofioprosopos Beta Code: o)fiopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A with serpent face, dub. cj. in Sch. Veron. Verg.A.7.341.

German (Pape)

[Seite 426] mit einem Schlangengesicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον ὄφεως, Asper εἰς Οὐεργίλ. σ. 52 Mai.

Greek Monolingual

ὀφιοπρόσωπος, -ον (Α)
(αμφβλ. γρφ.) αυτός που έχει πρόσωπο φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πρόσωπον.