νωτοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νωτοφόρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σηκώνει [[βάρος]] στη [[ράχη]] του («[[νωτοφόρος]] [[ημίονος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νωτοφόρος]]<br />ο [[αχθοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νωτοφόρον</i><br />ζώο που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φορτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 274] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφόρος: ἴδε νωτοφορέω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.
Étymologie: νῶτος, φέρω.
Greek Monolingual
νωτοφόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ νωτοφόρος
ο αχθοφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον
ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -φόρος].