ξενόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_17)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόσπορος''': -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.
|lstext='''ξενόσπορος''': -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενόσπορος]], -ον (Μ)<br />αυτός που προέρχεται από [[ξένη]] [[σπορά]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>σπορος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενόσπορος: -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.

Greek Monolingual

ξενόσπορος, -ον (Μ)
αυτός που προέρχεται από ξένη σπορά ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό-σπορος].