οἰωνόβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
(6_18) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰωνόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων βρωθείς, [[ὀρνεόβρωτος]], Στράβ. 735 (διάφορ. γραφ. -βοτος), Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 15, Γ΄, 6, 34), Ἡσύχ., Σουΐδ. | |lstext='''οἰωνόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων βρωθείς, [[ὀρνεόβρωτος]], Στράβ. 735 (διάφορ. γραφ. -βοτος), Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 15, Γ΄, 6, 34), Ἡσύχ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰωνόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰωνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θηρό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>βρωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A to be eaten of birds, Phld.Mort.33, Str.15.3.20 (v.l.-βοτος), LXX 2 Ma.9.15, 3 Ma.6.34, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων βρωθείς, ὀρνεόβρωτος, Στράβ. 735 (διάφορ. γραφ. -βοτος), Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 15, Γ΄, 6, 34), Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
οἰωνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, κυνό-βρωτος].