οἰωνισμός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de tirer des présages du vol <i>ou</i> du cri des oiseaux, présage.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνίζομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />action de tirer des présages du vol <i>ou</i> du cri des oiseaux, présage.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[οἰωνισμός]]) [[οιωνίζομαι]]<br />[[παρατήρηση]] της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., LXXGe.44.5, al., Plu. Num.14.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
Greek Monolingual
ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.