ὁμοέτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοέτης''': -ους, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, Μέγ. Ἐτυμολ. 386. 46. | |lstext='''ὁμοέτης''': -ους, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, Μέγ. Ἐτυμολ. 386. 46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοέτης]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-[[έτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ους, ὁ, ἡ,
A of the same age, EM386.46.
German (Pape)
[Seite 334] = ὁμῆλιξ, Schol. Arat. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοέτης: -ους, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, Μέγ. Ἐτυμολ. 386. 46.
Greek Monolingual
ὁμοέτης, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει την ίδια ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -έτης (< ἔτος), πρβλ. ολιγο-έτης].