ὀνοκάρδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(6_21)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοκάρδιον''': τό, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[δίψακος]], Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 11· ἢ τοῦ χαμαιλέοντος (ΙΙ), Apulei. Herb. 25. II. πολύτιμός τις [[λίθος]], Ψελλ.
|lstext='''ὀνοκάρδιον''': τό, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[δίψακος]], Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 11· ἢ τοῦ χαμαιλέοντος (ΙΙ), Apulei. Herb. 25. II. πολύτιμός τις [[λίθος]], Ψελλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοκάρδιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[δίψακος]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[χαμαιλέοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάρδιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]])].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκάρδιον Medium diacritics: ὀνοκάρδιον Low diacritics: ονοκάρδιον Capitals: ΟΝΟΚΑΡΔΙΟΝ
Transliteration A: onokárdion Transliteration B: onokardion Transliteration C: onokardion Beta Code: o)noka/rdion

English (LSJ)

τό,

   A = δίψακος 11, Ps.-Dsc.3.11.    2 = χαμαιλέων 11, Apul.Herb.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκάρδιον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ δίψακος, Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 11· ἢ τοῦ χαμαιλέοντος (ΙΙ), Apulei. Herb. 25. II. πολύτιμός τις λίθος, Ψελλ.

Greek Monolingual

ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος πολύτιμου λίθου
αρχ.
1. το φυτό δίψακος
2. το φυτό χαμαιλέοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)].