ὀπώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπώδης''': -ες, ἴδε ἐν λ. [[ὀποειδής]].
|lstext='''ὀπώδης''': -ες, ἴδε ἐν λ. [[ὀποειδής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀπώδης]], -ῶδες) [[οπός]]<br />αυτός που έχει άφθονο χυμό<br /><b>αρχ.</b><br />γαλα<br />κτώδης.
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπώδης Medium diacritics: ὀπώδης Low diacritics: οπώδης Capitals: ΟΠΩΔΗΣ
Transliteration A: opṓdēs Transliteration B: opōdēs Transliteration C: opodis Beta Code: o)pw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A v. ὀποειδής.

German (Pape)

[Seite 364] ες, = ὀποειδής, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ὀποειδής.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀπώδης, -ῶδες) οπός
αυτός που έχει άφθονο χυμό
αρχ.
γαλα
κτώδης.