ὀρθοκρισία: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_9)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοκρῐσία''': ἡ, [[δικαία]] [[κρίσις]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 286.
|lstext='''ὀρθοκρῐσία''': ἡ, [[δικαία]] [[κρίσις]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 286.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθοκρισία]], ἡ (Α)<br />ορθή, δίκαιη [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κρίσις]] <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>κρισία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, grades, gerechtes Urtheil, Cyrill.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκρῐσία: ἡ, δικαία κρίσις, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 286.

Greek Monolingual

ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο-κρισία].