ὁσιουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_15)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁσιουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ἢ ἐκτελῶν ὅσιον, ἱερὸν [[ἔργον]], Ἐκκλ.
|lstext='''ὁσιουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ἢ ἐκτελῶν ὅσιον, ἱερὸν [[ἔργον]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁσιουργός]], -όν (Α) αυτός που εκτελεί όσια έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅσιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 395] ein heiliges, frommes Werk verrichtend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ἢ ἐκτελῶν ὅσιον, ἱερὸν ἔργον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁσιουργός, -όν (Α) αυτός που εκτελεί όσια έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσιος + -ουργός (< ἔργον)].