ὁσιουργός

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

German (Pape)

[Seite 395] ein heiliges, frommes Werk verrichtend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ἢ ἐκτελῶν ὅσιον, ἱερὸν ἔργον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁσιουργός, -όν (Α) αυτός που εκτελεί όσια έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσιος + -ουργός (< ἔργον)].