ὀφθαλμόδουλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφθαλμόδουλος''': -ον, ὁ [[δοῦλος]] ὁ ποιῶν τὰ τῷ δούλῳ ἀνήκοντα χρέη μόνον [[ὅταν]] ἐπιβλέπῃ αὐτὸν ὁ [[δεσπότης]], μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποστολ. Διαταγ. | |lstext='''ὀφθαλμόδουλος''': -ον, ὁ [[δοῦλος]] ὁ ποιῶν τὰ τῷ δούλῳ ἀνήκοντα χρέη μόνον [[ὅταν]] ἐπιβλέπῃ αὐτὸν ὁ [[δεσπότης]], μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποστολ. Διαταγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφθαλμόδουλος]], -ον (Α)<br />(για δούλο) αυτός ο [[οποίος]] κάνει εκείνο που [[πρέπει]] μόνο όταν τον επιβλέπει ο [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 425] ὁ, Augendiener, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμόδουλος: -ον, ὁ δοῦλος ὁ ποιῶν τὰ τῷ δούλῳ ἀνήκοντα χρέη μόνον ὅταν ἐπιβλέπῃ αὐτὸν ὁ δεσπότης, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποστολ. Διαταγ.
Greek Monolingual
ὀφθαλμόδουλος, -ον (Α)
(για δούλο) αυτός ο οποίος κάνει εκείνο που πρέπει μόνο όταν τον επιβλέπει ο δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δοῦλος.