παλματίας: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλμᾰτίας''': -ου, ὁ, ([[πάλλω]]), σεισμὸς π., [[μετὰ]] ἰσχυρῶν δονήσεων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 31.
|lstext='''παλμᾰτίας''': -ου, ὁ, ([[πάλλω]]), σεισμὸς π., [[μετὰ]] ἰσχυρῶν δονήσεων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλματίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από παλμικές δονήσεις («[[παλματίας]] [[σεισμός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλμα]], -<i>ατος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πάλμα]] [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βρασματ</i>-<i>ίας</i>, <i>μυκητ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλμᾰτίας Medium diacritics: παλματίας Low diacritics: παλματίας Capitals: ΠΑΛΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: palmatías Transliteration B: palmatias Transliteration C: palmatias Beta Code: palmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (πάλλω) σεισμὸς π. an earthquake

   A with violent shocks, Arist.Mu.396a10.

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, sc. σεισμός, ein Erdbeben mit Schwingungen, Arist. mund. 4 p. 396; – οἶνος, auch παλματιανός, Palmwein, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

παλμᾰτίας: -ου, ὁ, (πάλλω), σεισμὸς π., μετὰ ἰσχυρῶν δονήσεων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 31.

Greek Monolingual

παλματίας, ὁ (Α)
αυτός που χαρακτηρίζεται από παλμικές δονήσεις («παλματίας σεισμός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλμα, -ατος (βλ. λ. πάλμα [ΙΙ]) + κατάλ. -ίας (πρβλ. βρασματ-ίας, μυκητ-ίας)].